ἐξεργασία

ἐξεργασία
ἐξεργασίᾱ , ἐξεργασία
working out
fem nom/voc/acc dual
ἐξεργασίᾱ , ἐξεργασία
working out
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξεργασίᾳ — ἐξεργασίᾱͅ , ἐξεργασία working out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεργασία — η (AM ἐξεργασία) [εξεργάζομαι] επεξεργασία, συμπλήρωση («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι ἡμῶν», Πολ.) νεοελλ. το σύνολο τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης αρχ. 1. (για λόγο) φροντισμένη διαπραγμάτευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • εξεργασία — η 1. επιμελημένη επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα. 2. (ιατρ.), το σύνολο των εξελικτικών φαινομένων νοσηρής κατάστασης, λειτουργικής ή ανατομικής. 3. (βιολ.), το σύνολο των φυσικοχημικών εργασιών που γίνονται σε ζωντανό οργανισμό για την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξεργασίας — ἐξεργασίᾱς , ἐξεργασία working out fem acc pl ἐξεργασίᾱς , ἐξεργασία working out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασίαν — ἐξεργασίᾱν , ἐξεργασία working out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασιῶν — ἐξεργασία working out fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασίαις — ἐξεργασία working out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεργαστικός — ἐξεργαστικός, ή, όν (Α) [εξεργασία] 1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν η εκζήτηση …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”